ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
¹Και συνέβη, στα χρόνια μετά τη δημιουργία του κόσμου, ότι ο Ύψιστος κοίταξε τα έργα των χεριών Του και είδε ότι ήταν καλά.
²Διότι η γη της Ήβαλης είχε ανθίσει σαν κήπος την άνοιξη, και τα παιδιά των ανθρώπων περπατούσαν μέσα σε αυτήν με ειρήνη, και τα έργα τους ευημερούσαν.
³Και να, οι γιοι των ανθρώπων καλλιεργούσαν τη γη με δύναμη, και ο καρπός της ήταν άφθονος· και τα κοπάδια τους πάχυναν στους λόφους.
⁴Τα ποτάμια έδιναν τα νερά τους αφειδώς, και τα δέντρα έσκυβαν από γλυκύτητα· και ο ήλιος έλαμπε απαλά πάνω τους, και η βροχή δεν έρχονταν από θυμό, αλλά στην κατάλληλη εποχή.
⁵Οι πόλεις των πεδιάδων γέμισαν με ευθυμία, και οι φρουροί δεν έκλαιγαν τη νύχτα, γιατί δεν υπήρχε φόβος.
⁶Τεχνίτες έβαλαν τα χέρια τους πάνω σε πέτρα και χαλκό και έπλασαν θαύματα. Οι γραμματείς έβαλαν τα χέρια τους σε περγαμηνή για να γράψουν τις γλώσσες των αγγέλων και των ανθρώπων, και η σοφία των παλιών χρόνων δεν ξεχάστηκε.
⁷Τότε ο Κύριος του Ουρανού, του οποίου το όνομα είναι άγνωστο και του οποίου η κατοικία είναι στο φως απρόσιτο, μίλησε στο στράτευμα που τον υπηρετεί, λέγοντας:
⁸«Ιδού, επιθεώρησα τους υιούς των ανθρώπων, και έπραξαν αγαθά ενώπιόν μου. Τα χέρια τους είναι καθαρά, και οι καρδιές τους δεν υψώνονται σε ματαιότητα.»
⁹«Οι βασιλιάδες τους κυβερνούν δίκαια και δεν αποκλίνουν προς τα είδωλα· αποδίδουν στον λαό τους ό,τι είναι αξιοπρεπές, και οι γλώσσες τους δεν είναι γρήγορες στο να απατούν».
¹⁰«Δια τούτο θέλω φέρει αυτούς ενώπιόν μου, τους άρχοντας των τριών φυλών, δια να ανταμείψω τα σπίτια αυτών δια το αγαθόν το οποίον υπάρχει εν αυτοίς.»
¹¹Και υπήρχαν εκείνη την ημέρα τρεις μεγάλες φυλές ανάμεσα στους γιους των ανθρώπων, και η καθεμία είχε έναν βασιλιά διορισμένο πάνω της.
¹²Η πρώτη ήταν η φυλή των Ντελμαριανών, της οποίας η πόλη ήταν χτισμένη στους λόφους του βορρά και της οποίας τα λάβαρα ήταν μπλε και ασημένια.
¹³Και ο βασιλιάς τους ήταν ο Λόρας, γιος του Χάλμαρ, ένας άνθρωπος γεμάτος κατανόηση, μορφωμένος στις αρχαίες παραδόσεις και επιδέξιος στις συμβουλές και τα γράμματα.
¹⁴Η δεύτερη ήταν η φυλή των Κεζρεθιτών, που κατοικούσαν στην απεραντοσύνη των πεδιάδων, όπου ο άνεμος φυσάει ελεύθερα· και ο βασιλιάς τους ονομαζόταν Βαλτράιν, γιος του Ωρίκ.
¹⁵Ήταν δυνατός στο ανάστημα, και το χέρι του κολλούσε στο σπαθί, κι όμως δεν ήταν καταπιεστής· οι εχθροί του τον φοβόντουσαν, και ο λαός του όχι.
¹⁶Η τρίτη ήταν η φυλή των Αβαριτών, που κατοικούσαν κοντά στην ακτή και στα βουνά, και ήταν ένας λαός ήσυχος και σοφός.
¹⁷Και ο βασιλιάς τους ήταν ο Κάδρας, γιος του Μεθόρ, ένας άνθρωπος της ειρήνης, που έκρινε δίκαια ανάμεσα σε ανθρώπους και περπατούσε ταπεινά με τον Θεό του.
¹⁸Και ο Κύριος έστειλε τον λόγο Του, και κινήθηκε σαν φλόγα στον άνεμο, και μπήκε στα όνειρα των βασιλιάδων, κάθε έναν την ίδια νύχτα.
¹⁹Και στα όνειρά τους είδαν τους Ουρανούς να ανοίγουν, και είδαν ένα βουνό από κρύσταλλο, και πάνω στο βουνό στεκόταν Εκείνος του οποίου την όψη κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να δει.
²⁰Και μια φωνή σαν πολλά νερά τούς φώναξε, λέγοντας: «Ανεβείτε, ω γιοι βασιλιάδων· γιατί ο καιρός πλησιάζει, και η υπηρεσία σας έχει γίνει δεκτή με εύνοια».
²¹«Ελάτε, για να μιλήσετε με τον Κύριο τον Θεό σας, και να ακούσετε όσα έχουν φυλαχτεί από καταβολής κόσμου».
²²Και ξύπνησαν οι βασιλιάδες, και μεγάλος φόβος κυρίευσε αυτούς, επειδή τα όνειρα ήταν σαν φωτιά στα κόκαλά τους, και ήξεραν ότι δεν ήταν μάταιη φαντασία.
²³Έτσι, ετοίμασε ο καθένας το άρμα του και δεν πήρε μαζί του ούτε σπαθί ούτε δόρυ ούτε φρουρά· επειδή, ο φόβος του Θεού ήταν πάνω τους, και πήγαιναν σαν άνθρωποι που είχαν κληθεί μπροστά στον θρόνο.
²⁴Και ο Ήβαλης έτρεμε καθώς έφευγαν, ο καθένας από το βασίλειό του, επειδή η πνοή του Υψίστου ήταν καθ’ οδόν, και οι άνεμοι σταμάτησαν στην παρουσία Του.
²⁵Και όταν έφτασαν στον καθορισμένο τόπο — που είναι κρυμμένος και γνωστός μόνο στον Θεό — δεν βρήκαν ναό φτιαγμένο από χέρια ούτε βουνό φτιαγμένο από πέτρα.
²⁶Αλλά ιδού, στην έρημο στεκόταν μια γυάλινη πεδιάδα, πιο καθαρή από τη θάλασσα, και από πάνω της κρεμόταν ένας ουρανός χωρίς ήλιο, αλλά γεμάτος δόξα.
²⁷Και στη μέση της πεδιάδας υψωνόταν ένα δέντρο, μεγάλο και τρομερό, του οποίου οι ρίζες ήταν κρυμμένες και η κορυφή του έφτανε μέχρι τα ύψη, και πάνω σε κάθε κλαδί υπήρχε μια φλόγα που έκαιγε και δεν κατακαιόταν.
²⁸Και από το δέντρο ακούστηκε μια φωνή, και ήταν η φωνή του Θεού, που έλεγε:
²⁹«Λόρας, γιος του Χάλμαρ· Μπάλτραιν, γιος του Όρικ· Κάντρα, γιος του Μεθόρ· είδα τους τρόπους σου, και είναι καλοί ενώπιόν Μου.»
³⁰«Μέτρησα τα δάκρυα του λαού σου, και εσύ τα σκούπισες· άκουσα τις κραυγές τους, και εσύ απάντησες».
³¹«Η δικαιοσύνη σου είναι σαν ποτάμι που δεν ξεχειλίζει από τις όχθες του· το έλεός σου είναι σαν δροσιά πάνω στα κρίνα».
³²«Δια τούτο σε κάλεσα κοντά μου, για να σου δώσω ένα δώρο και να συνάψω μαζί σου μια διαθήκη που δεν θα παραβιαστεί».
³³Και οι βασιλιάδες έπεσαν με το πρόσωπο στη γη και φώναξαν, λέγοντας: «Είμαστε σκόνη και στάχτη μπροστά σου, Κύριε. Πώς θα λάβουμε το δώρο σου;»
³⁴Αλλ’ η φωνή απήντησεν λέγουσα· «Μη φοβάστε, διότι το δώρον δεν είναι μόνον δια εσένα, αλλά και δια τους μεταγενεστέρους σε, και δια τον μέλλοντα κόσμον».
³⁵«Σταθείτε τώρα, γιοι βασιλιάδων, και ετοιμάστε τις καρδιές σας, γιατί θα σας δείξω ένα μυστήριο και μια επιλογή.»
³⁶«Και τα ονόματά σου θα μείνουν στη μνήμη των βιβλίων του Ουρανού, και οι απόγονοί σου θα αριθμηθούν ανάμεσα στα αστέρια».
³⁷Τότε οι βασιλιάδες σηκώθηκαν, με τα πρόσωπά τους χλωμά σαν την αυγή, και σιώπησαν, γιατί η δόξα του Κυρίου τους είχε περικυκλώσει ολόγυρα.
³⁸Και μια μεγάλη σιωπή έπεσε στην πεδιάδα, και ακόμη και η ανάσα του Ήβαλη φαινόταν να περιμένει.
³⁹Διότι ο Κύριος επρόκειτο να μιλήσει ξανά.
ΟΙ ΕΠΤΑ ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΓΛΑΒΑΝΔΟΥ
    ▷Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
        ▷Ο ΙΕΡΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
            ▶1—2345
English | Latin | Ελληνική
Copyright ©2025 Adam Alexander T. Croke. All rights reserved.