ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
¹Και συνέβη, όταν η φωνή του Κυρίου αποσύρθηκε στους Ουρανούς, και τα δισκοπότηρα στέκονταν ακόμα μπροστά τους, οι καρδιές των τριών βασιλιάδων ταράχτηκαν μέσα τους.
²Διότι, αν και τα δώρα ήταν μεγάλα και η υπόσχεση βέβαιη, το βάρος της επιλογής τους έπεφτε βαρύ στις ψυχές τους, όπως το βάρος του νόμου στους ώμους ενός ιερέα.
³Και ο ήλιος έμεινε ακίνητος πάνω από την πεδιάδα, και καμία σκιά δεν κινήθηκε, και ο ίδιος ο χρόνος σιώπησε, σαν όλη η δημιουργία να κράτησε την αναπνοή της για να δει την επιλογή των ανθρώπων.
⁴Τότε ο Λόρας, βασιλιάς των Ντελμαριανών, αποσύρθηκε από τους αδελφούς του και κάθισε κάτω από το δέντρο που έκαιγε με τη φωτιά του Θεού. Και μίλησε με τη συμβουλή της ψυχής του, λέγοντας:
⁵«Ιδού, εγώ είμαι άνθρωπος, και οι ημέρες των ετών μου είναι σαν ατμός. Ποια είναι η δύναμή μου, ώστε να τολμήσω να πιω ποτήριο από το χέρι του Υψίστου;»
⁶«Ωστόσο, δεν είναι γραμμένο στα αστέρια και ψιθυρισμένο ανάμεσα στα φύλλα ότι ο Κύριος δεν επιθυμεί άγνοια στον λαό Του;»
⁷«Δεν έδωσε γλώσσα στους σοφούς, και οφθαλμούς στους μαθημένους; Και μακάριοι δεν θα ονομαστούν αυτοί που ερευνούν τα έργα Του;»
⁸«Από τη νεότητά μου αγαπούσα το βιβλίο και τον κύλινδρο, και η ευχαρίστησή μου ήταν στη μελέτη αυτού που ήταν, και αυτού που είναι, και αυτού που θα είναι.»
⁹«Κάθισα στη σκόνη των γραμματέων και έγραψα τα λόγια τους σε πήλινες πλάκες. Στοχάστηκα τις διαδρομές των ουρανών και τις κινήσεις της σελήνης.»
¹⁰«Κι όμως, όλα είναι σαν ένας αμυδρά ορατός καθρέφτης. Αυτό που ξέρω είναι σαν μια σταγόνα στη θάλασσα. Και όσο περισσότερα μαθαίνω, τόσο περισσότερο το πέπλο μένει πάνω στα μάτια μου.»
¹¹«Αν αυτό το ποτήριο σηκώσει το καταπέτασμα και ανοίξει αυτό που είναι σφραγισμένο, τότε θα γνωρίσω τον Κύριο στη δόξα Του και θα διακηρύξω τα θαύματά Του ανάμεσα στους ανθρώπους».
¹²Και το πνεύμα του ηρέμησε, και υποκλίθηκε προς το δισκοπότηρο της γνώσης και έκλαψε.
¹³Ο Βαλτράιν, βασιλιάς των Κεζρεθιτών, δεν έμεινε με τους άλλους, αλλά απομακρύνθηκε λίγο στη σκιά μιας μεγάλης πέτρας και έβαλε τα χέρια του στο σπαθί του. Και μίλησε, λέγοντας:
¹⁴«Τι είναι η δύναμη, ώστε να θεωρείται δώρο; Και τι είναι η κυριαρχία, αν δεν κυβερνάται από δικαιοσύνη;»
¹⁵«Έσπασα το χέρι του καταπιεστή και ανέτρεψα τα βωμούς των ψεύτικων θεών. Ελευθέρωσα τη χήρα από το χέρι του πιστωτή και επέστρεψα τα χωράφια στο ορφανό.»
¹⁶«Ωστόσο, η καρδιά του ανθρώπου είναι σκληρή, και οι λαοί είναι σαν τη θάλασσα, ταραγμένοι και ταραγμένοι. Οι ασεβείς αυξάνουν τον πλούτο τους, και οι φτωχοί ξεχνιούνται.»
¹⁷«Όταν υψώνω το σκήπτρο, υπακούουν· όταν ρίχνω τη ράβδο, διασκορπίζονται. Αλλά όταν φύγω, ποιος θα τους σταματήσει;»
¹⁸«Δεν θα εγκαθιδρύσει ο Κύριος μια γενιά βασιλιάδων, που αγαπούν το έλεος και μισούν την ανομία; Και δεν θα τους οπλίσει με δύναμη για να φυλάει τους αθώους;»
¹⁹«Μη λογισθή ο ζήλος μου ως υπερηφάνεια, Κύριε. Δεν ζητώ δόξα για τον εαυτό μου, αλλά το καλό του λαού Σου.»
²⁰«Αν η δύναμη είναι η φωτιά που κατακαίει την αδικία, τότε ας καίει μέσα μου, στους γιους μου και στους γιους των γιων μου.»
²¹Και η πέτρα στην οποία στηριζόταν ζεστάθηκε κάτω από το χέρι του, και το σπαθί στο πλευρό του έλαμπε από φως, αν και δεν το άγγιζε ο ήλιος. Και σηκώθηκε, με το πρόσωπό του σφιγμένο σαν πυρόλιθο.
²²Αλλά ο Κάντρα, ο βασιλιάς των Αβαριτών, παρέμεινε ακίνητος στο σημείο όπου στάθηκαν για πρώτη φορά, και δεν κοίταξε ούτε αριστερά ούτε δεξιά, ούτε κουνήθηκε από τη θέση του.
²³Και μια μεγάλη σιωπή τον κυρίευσε, και ήταν σαν να άκουγε μια φωνή που κανείς άλλος δεν μπορούσε να ακούσει.
²⁴Τότε σήκωσε τα μάτια του προς τον Ουρανό και μίλησε απαλά, λέγοντας:
²⁵«Εσύ με γνωρίζεις, Κύριε, επειδή εσύ έπλασες τα σπλάχνα μου· από κοιλιάς μητέρας μου, εσύ γνωρίζεις τη σωματική μου διάπλαση.»
²⁶«Είμαι αργός στο να μιλάω και γρήγορος στο να αμφιβάλλω. Οι σκέψεις μου είναι σαν το χώμα του αγρού, και οι δρόμοι μου είναι ακάθαρτοι ενώπιόν Σου.»
²⁷«Έκρινα μικρά ζητήματα με προσοχή και έκλαψα για μεγάλα. Περπάτησα ανάμεσα στον λαό μου και άκουσα την κραυγή της καρδιάς τους».
²⁸«Δεν ξέρω τι είναι καλό γι’ αυτούς. Δεν ξέρω τι είναι καλό για μένα. Ο δρόμος είναι σκοτεινός, και οι μέρες είναι σύντομες, και πολλές παγίδες βρίσκονται στο μονοπάτι.»
²⁹«Να πάρω δύναμη και να σφάλω με δύναμη; Να πάρω γνώση και να γίνω υπερήφανος για την ίδια μου την έπαρση;»
³⁰«Μη υψωθώ, για να μην σε λησμονήσω· ας μην είμαι σοφός στα μάτια μου, για να μην σκοντάψω».
³¹«Αν υπάρχει ποτήρι σοφίας, για να διακρίνω το δίκαιο και να καθοδηγώ τον λαό μου με ειρήνη, τότε δώσ’ το σε μένα, όχι για χάρη μου, αλλά για να περπατώ ευθύς ενώπιόν Σου».
³²«Και αν δεν το δώσεις, θα σε δοξάσω ακόμα, επειδή οι κρίσεις σου είναι αληθινές και δίκαιες στο σύνολό τους.»
³³Και αφού είπε αυτά, έπεσε στα γόνατά του και έβαλε το χέρι του πάνω στο απλό δισκοπότηρο. Και μεγάλη ειρήνη τον επήλθε και τα βάρη πολλών ετών πέρασαν.
³⁴Και έτσι οι βασιλιάδες επέστρεψαν ο καθένας στον τόπο που είχαν επιλέξει, και κοίταξαν ο ένας τον άλλον και κατάλαβαν ότι η ώρα ήταν κοντά.
³⁵Και δεν μίλησαν, γιατί οι ψυχές τους είχαν αποκαλυφθεί και ο καθένας είχε δει τον εαυτό του στο φως του Ουρανού.
³⁶Αλλ’ αυτοί ήσαν στερεοί στην καρδιά, και δεν έδιναν προσοχή στον φόβο· διότι ο Κύριος είχε μιλήσει, και ο λόγος Του μένει στον αιώνα.
³⁷Έτσι τελείωσε ο διαλογισμός των τριών βασιλιάδων.
ΟΙ ΕΠΤΑ ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΓΛΑΒΑΝΔΟΥ
    ▷Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
        ▷Ο ΙΕΡΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
            ▶12—3—45
English | Latin | Ελληνική
Copyright ©2025 Adam Alexander T. Croke. All rights reserved.