ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ 2
¹Στις ημέρες του ατσαλιού και του καπνού κατέβηκε ο Κύριος στους υψηλούς τόπους, και να, είδε τον Ήβαλη, και η καρδιά του λυπήθηκε.
²Διότι όπου κάποτε έβοσκαν τα κοπάδια, τώρα άστραφταν οι λόγχες των ανθρώπων· και όπου τραγουδούσαν τα παιδιά, τώρα θρηνούσαν οι σάλπιγγες του πολέμου.
³Περπάτησε ανάμεσα στα ερείπια μιας παλιάς πόλης και εκεί δεν είδε τίποτα ζωντανό παρά τις μύγες και τη φωτιά.
⁴Οι πέτρες ήταν μαυρισμένες, τα τείχη γκρεμίστηκαν και τα οστά των σκοτωμένων κείτονταν άταφα στη σκόνη.
⁵Και ο Κύριος μίλησε, λέγοντας: Πού είναι τώρα η χαρά που άναψα; Πού είναι η ειρήνη που φύτεψα στις καρδιές σας;
⁶Σου έδωσα το ξίφος για τη συγκομιδή, κι όμως εσύ το έστρεψες στο λαιμό του αδελφού σου.
⁷Σου έδειξα τη φλόγα για ζεστασιά και ψωμί, κι όμως, να, εσύ την τάισες με σπίτια και κρέας.
⁸Δεν σε έπλασα από τον πηλό και δεν σου ενεφύσησα έλεος; Κι όμως τα χέρια σου είναι γεμάτα πανουργία και σκληρότητα.
⁹Οι Ουρανοί έτρεμαν από τη φωνή Του και τα αστέρια απέσυραν το βλέμμα τους, ντροπιασμένα για τη βία από κάτω.
¹⁰Ο Κύριος στάθηκε πάνω στο βουνό όπου κάποτε δίδαξε τους γιους των ανθρώπων και έκλαψε δυνατά.
¹¹Ήρθα σε σένα σαν ποιμένας σε ένα διασκορπισμένο κοπάδι, αλλά δάγκωσες το χέρι που σε μάζεψε.
¹²Κατοίκησα ανάμεσά σου και περπάτησα στα μονοπάτια σου, κι όμως εσύ σήκωσες τη φτέρνα εναντίον μου.
¹³Στον καιρό της πρώτης συγκομιδής, χάρηκα μαζί σου· τώρα πενθώ, επειδή θερίσατε του είδους σας.
¹⁴Και είδε τους βασιλιάδες της Ήβαλης ντυμένους με υπερηφάνεια και θωρακισμένους με κυριαρχία, και οι καρδιές τους ήταν σαν πέτρα.
¹⁵Κοίταξε τους γραμματείς και τους μάντεις τους, οι οποίοι ονόμαζαν το όνομά Του αλλά δεν Τον γνώριζαν.
¹⁶Είδε τους ναούς φτιαγμένους από τα χέρια, επιχρυσωμένους απ’ έξω αλλά κούφιους από μέσα, όπου καμία προσευχή δεν ανέβαινε αμόλυντη από φιλοδοξία.
¹⁷Οι φτωχοί συντρίφτηκαν, οι δίκαιοι σφαγιάστηκαν και οι αθώοι απέστρεψαν τα πρόσωπά τους από το φως.
¹⁸Θα μείνω για πάντα εν μέσω φονιάδων; είπε ο Κύριος. Θα στήσω τον θρόνο μου εν μέσω προδοσίας και αίματος;
¹⁹Όχι, δεν θα μείνω εκεί που δεν με αγαπούν, ούτε θα κατοικήσω εκεί που με ξεχνούν.
²⁰Τότε ο άνεμος σήκωσε, και η βροντή έβγαλε τη φωνή της, και όλη η κτίση σταμάτησε για να ακούσει την κρίση Του.
²¹Τα θηρία σώπασαν, και τα νερά σταμάτησαν να τρέχουν, και ο ουρανός έσκυψε χαμηλά.
²²Και ο Κύριος διακήρυξε: Ήρθε η ώρα να πάρω τη Μεγάλη Απόφαση και να ανέβω στα ύψη.
²³Τότε ο Κύριος έστρεψε το πρόσωπό Του από την κοιλάδα των σπασμένων βωμών και από τους ψηλούς πύργους που είχαν χτιστεί μάταια, και έστρεψε το βλέμμα Του προς τους Ουρανούς.
²⁴«Έπλασα τον κόσμο με σοφία», λέει, «και τον πότισα με έλεος, και τον έσπειρα με δικαιοσύνη».
²⁵Εσείς όμως θερίσατε λύπη και καυχηθήκατε για τα προϊόντα της καταστροφής· το έργο των χεριών σας είναι μια μάστιγα.
²⁶Σε διέταξα να σκοτώσεις τον πλησίον σου; Μήπως απόλαυσα καμένο κρέας και λεηλατημένες αποθήκες;
²⁷Κι όμως, υψώνετε το όνομά Μου σε σημαίες και προχωράτε με οργή, διεκδικώντας εκδίκηση με το πρόσχημα της αφοσίωσης.
²⁸Αν το στόμα σου με δοξάζει, αλλά τα πόδια σου τρέχουν προς αιματοχυσία, είσαι δικός μου;
²⁹Ο Κύριος άπλωσε το χέρι Του πάνω στα νερά, και αυτά έστριβαν κάτω από τη θλίψη Του.
³⁰Ύψωσε τη φωνή Του στους ανέμους, και αυτή έφτασε μέχρι τα πιο απομακρυσμένα σημεία του Ήβαλη.
³¹Ας γίνει γνωστό σε όλους τους λαούς και τις γλώσσες: Περπάτησα μαζί με ανθρώπους, και με απέρριψαν.
³²Σε έκανα λίγο κατώτερο από τα αστέρια, κι όμως κατέβηκες σε βάθη άγνωστα ανάμεσα στα ζώα.
³³Το λιοντάρι σκοτώνει από πείνα, εσύ όμως από υπερηφάνεια· το φίδι χτυπάει από φόβο, εσύ όμως από διασκέδαση.
³⁴Τι να κάνω με εσάς, παιδιά της σκόνης, που αγαπάτε το σπαθί περισσότερο από το άροτρο του σπορέα;
³⁵Έχετε θέσει έναν βασιλιά πάνω από Μένα και έχετε υποκλιθεί μπροστά σε είδωλα από μέταλλο και άνθρωπο.
³⁶Κρυφά κόβετε ψωμί και με τα χείλη σας μιλάτε για ειρήνη, αλλά στην καρδιά σας υπάρχει κακία.
³⁷Γι’ αυτό θα απομακρύνω την παρουσία μου από σένα, όπως ο ήλιος κρύβεται από μια γη σκιών.
³⁸Η πνοή του πνεύματός μου δεν θα αναδεύεται πλέον στα συμβούλιά σου· θα είμαι σαν ένας μακριά.
³⁹Οι Ουρανοί σκοτείνιασαν με τον λόγο Του, και ο Ήβαλης τραντάχτηκε κάτω από το βάρος του πένθους Του.
⁴⁰Τα δέντρα λύγισαν χαμηλά, τα ποτάμια σταμάτησαν να μουρμουρίζουν, και όλα σίγησαν μέσα στη θλίψη.
⁴¹Τότε μίλησε ξανά ο Κύριος, και η φωνή Του ήταν χαμηλή και τρομερή: Αυτή είναι η Μεγάλη Απόφαση.
⁴²Θα πάρω τη θέση Μου στον Παράδεισο και κανείς δεν θα με δει εκτός από εκείνους που περπατούν στην αλήθεια.
⁴³Ας φυλάξουν οι αγαπώντες με τις εντολές μου, κι ας είμαι κρυμμένος από τα μάτια τους.
⁴⁴Ας υπομείνουν οι δίκαιοι, και ας παραμείνουν σταθεροί οι αγνοί, γιατί σε αυτούς θα επιστρέψω στα τέλη των ημερών.
⁴⁵Και ο Κύριος απέστρεψε τον εαυτό του από το πρόσωπο των βουνών, και οι λόφοι βυθίστηκαν στο σκοτάδι.
⁴⁶Ο άνεμος σταμάτησε να τραγουδάει και τα πουλιά του ουρανού έσφιξαν τα φτερά τους σιωπηλά.
⁴⁷Διότι η χαρά του κόσμου είχε σβήσει και το φως της παρουσίας Του είχε αποσυρθεί ανάμεσα στους λαούς.
⁴⁸Ο Ήβαλης δεν άνθιζε πια στα βήματά Του, ούτε τα νερά έλαμπαν από το χαμόγελό Του.
⁴⁹Και επικράτησε μεγάλη ησυχία σε όλες τις χώρες, επειδή ο Κύριος είχε γνωστοποιήσει την αναχώρησή Του.
⁵⁰Οι γιοι των ανθρώπων Τον αναζήτησαν στους υψηλούς τόπους και βρήκαν μόνο την ηχώ των δικών τους φωνών.
⁵¹Έψαξαν στα βαθιά μέρη και βρήκαν μόνο τα ερείπια της υπερηφάνειάς τους.
⁵²Τότε ήρθαν προφήτες και τρελοί, φωνάζοντας δυνατά: Να, είναι εδώ! και: Να, είναι εκεί!
⁵³Αλλά ο Κύριος δεν ήταν στις κραυγές τους, ούτε στους ναούς τους που χτίστηκαν με βία και μάταιη καυχησιολογία.
⁵⁴Διότι δεν κατοίκησε πλέον στις σκηνές των ακάθαρτων ούτε στις συνάξεις των άδικων.
⁵⁵Ωστόσο, δεν άφησε τον κόσμο χωρίς μαρτυρία, διότι ο νόμος Του παρέμενε σαν φωτιά στα οστά των πιστών.
⁵⁶Και το πνεύμα Του ακινητοποιούνταν στα κρυφά μέρη, σαν δροσιά πάνω στην κρυμμένη ρίζα.
⁵⁷Μακάριοι όσοι τήρησαν τις εντολές Του, αν και οι ουρανοί ήταν από χαλκό και η Ήβαλις από σίδερο.
⁵⁸Μακάριοι ήταν αυτοί που τάισαν τους πεινασμένους και έντυσαν τους γυμνούς, αν και κανένας άγγελος δεν φώναξε τα ονόματά τους.
⁵⁹Μακάριοι όσοι έλεγαν ειρήνη την ώρα του πολέμου και έλεος την ημέρα της οργής.
⁶⁰Διότι σε τέτοιους ψιθύρισε ο Κύριος τη νύχτα, και δεν εγκαταλείφθηκαν εντελώς.
⁶¹Αν και άργησε, δεν τους ξέχασε· αν και αποσύρθηκε, το μάτι Του δεν κοιμήθηκε.
⁶²Διότι ο Κύριος ξεχωρίζει ένα υπόλοιπο, για να μην καταστραφεί εντελώς ο κόσμος.
⁶³Στις καρδιές τους έκρυψε την ανάμνησή Του και στα χέρια τους τον σπόρο της υπόσχεσής Του.
⁶⁴Και περπάτησαν ταπεινά μέσα στην ερήμωση, φέροντας το όνομα του Υψίστου σιωπηλά.
⁶⁵Και όταν σκόνταφαν, τους κρατούσε αόρατους· και όταν έκλαιγαν, μάζευε τα δάκρυά τους.
⁶⁶Διότι αν και τιμώρησε τα έθνη, το έλεός Του έκαιγε ακόμα, σαν κάρβουνο κάτω από τη στάχτη.
⁶⁷Και συνέβη ώστε ο Κύριος έστρεψε το πρόσωπό Του στον Ουρανό, και το πέπλο τραβήχτηκε ανάμεσα στον κόσμο και τη δόξα Του.
⁶⁸Οι σάλπιγγες των χερουβείμ σιώπησαν και η πύλη της λάμψης έκλεισε με επτά σφραγίδες.
⁶⁹Από το ψηλότερο βουνό μέχρι το βαθύτερο χάσμα, απλωνόταν μια σιωπή που κανείς δεν μπορούσε να σπάσει.
⁷⁰Διότι η δόξα του Κυρίου είχε φύγει, και ο Ήβαλης στέναζε κάτω από τη σκιά της θλίψης της.
⁷¹Κι όμως, στον ύψιστο Ουρανό κλαίγονταν και οι άγγελοι θρηνούσαν για την πτώση του ανθρώπου.
⁷²Και ο Κύριος δεν μίλησε ξανά μέσα στον ανεμοστρόβιλο ούτε μέσα στη φωτιά ούτε μέσα στον τρόμο των βουνών.
⁷³Αλλά εν ησυχία προετοίμασε την ημέρα της σωτηρίας και εν κρυπτώ την ώρα του ελέους.
⁷⁴Διότι δίκαιος είναι ο Κύριος, και αληθινές οι κρίσεις Του· εντούτοις στην καρδιά Του υπάρχει αιώνια αγάπη.
⁷⁵Θυμάται τη σκόνη από την οποία είμαστε πλασμένοι, και δεν ξεχνάει την πνοή που ανέπνευσε.
⁷⁶Γι’ αυτό, ο Ήβαλης δεν θα χαθεί για πάντα, ούτε η υπόσχεση θα ξεχαστεί στον τάφο.
⁷⁷Διότι ο Κύριος θα επιστρέψει με δύναμη και δόξα, και το φως του προσώπου Του θα καλύψει την οικουμένη σαν φλόγα.
ΟΙ ΕΠΤΑ ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΓΛΑΒΑΝΔΟΥ
    ▷ΤΑ ΑΛΛΑ
        ▷ΤΑ ΕΝΔΟΞΑ ΑΛΛΑΓΜΑΤΑ
            ▶1—2—34567
English | Latin | Ελληνική
Copyright ©2025 Adam Alexander T. Croke. All rights reserved.