ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
¹Και συνέβη εκείνες τις ημέρες, ενώ ο Κύριος παρέμενε ακόμη στο Μουρόν, ότι οι δάσκαλοι της παράδοσης και οι άρχοντες του ναού και της αυλής συγκεντρώθηκαν κρυφά, για να συλλάβουν την Αιώρα και να Τον καταστρέψουν.
²Διότι έλεγαν μεταξύ τους: «Ιδού, αυτός ο άνθρωπος κάνει τις καρδιές του λαού να απομακρύνονται από την προστασία μας. Αν υψωθεί περισσότερο, η εξουσία μας θα είναι σαν άνεμος χωρίς πανιά».
³Και ένας από τους μικρότερους αδελφούς, του οποίου το όνομα ήταν Ζεβέμπ, ο οποίος είχε περπατήσει με τον Κύριο και είχε φάει από τη γενναιοδωρία Του, κινούνταν τόσο από φθόνο όσο και από χρυσό.
⁴Ήρθε στους άρχοντες του ναού τη νύχτα και υποκλίθηκε μπροστά τους, λέγοντας: «Τι θα μου δώσετε, αν σας τον παραδώσω;»
⁵Και συνήψαν μαζί του συμφωνία για τριάντα νομίσματα ήλεκτρου, και αυτός πήρε τα νομίσματα και αναχώρησε.
⁶Από εκείνη την ώρα ο Ζεβέβ ζητούσε ευκαιρία να προδώσει τον Κύριο, όχι μπροστά στο πλήθος, αλλά σε κάποιο ερημικό μέρος.
⁷Και την πέμπτη ημέρα από την είσοδο στο Μουρόν, ο Κύριος κάθισε σε τραπέζι με τους μαθητές Του στο ανώγειο ενός κεραμικού σπιτιού και τους μίλησε με επίσημο τόνο.
⁸«Αληθώς σοι λέγω· εις εξ υμών θέλει με παραδώσει την νύκτα ταύτην εις τους μισούντας την δικαιοσύνην».
⁹Και έμειναν έκπληκτοι, και ο καθένας έλεγε με τη σειρά του: «Μήπως εγώ είμαι, Κύριε;» Ο Κύριος όμως δεν απάντησε στην αρχή.
¹⁰Αφού δειπνήσαν, ο Κύριος βγήκε με τους έντεκα στον Κήπο της Γεθωσίας, έναν ελαιώνα στον ανατολικό λόφο, για να προσευχηθούν εκεί.
¹¹Και είπε στους μαθητές Του: «Καθίστε εδώ, ενώ εγώ θα πάω εκεί και θα προσευχηθώ». Και πήρε μαζί του τον Ασμάλ, τον Ουλτιμά και τον Αδραμμέλεχ.
¹²Και άρχισε να λυπάται και να στενοχωριέται πολύ, και έλεγε: «Περίλυπη είναι η ψυχή μου μέχρι θανάτου· μείνετε εδώ και αγρυπνείτε μαζί μου».
¹³Και αφού προχώρησε λίγο πιο πέρα, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσευχήθηκε λέγοντας: «Κύριε Ύψιστε, αν είναι δυνατόν, ας παρέλθει από μένα το ποτήρι αυτό· όμως, όχι όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ».
¹⁴«Αγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να μην εισέλθετε σε πειρασμό· το πνεύμα, βέβαια, είναι πρόθυμο, η δε σάρκα ασθενής».
¹⁵Και ενώ αυτός μιλούσε ακόμα, να, μια ομάδα ενόπλων ανδρών πλησίασε, με δάδες και ξίφη, και μαζί τους ήρθε και ο Ζεβέβ.
¹⁶Τότε εκείνοι που ήρθαν έβαλαν τα χέρια τους πάνω στον Κύριο και τον έπιασαν, και οι μαθητές ήθελαν να πολεμήσουν, αλλά Εκείνος τους απαγόρευσε, λέγοντας: «Όποιος πάρει μάχαιρα, θα χαθεί με μάχαιρα».
¹⁷«Δεν νομίζεις ότι δεν μπορώ τώρα να παρακαλέσω τον Πατέρα μου, και να μου δώσει αμέσως περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων; Πώς όμως θα εκπληρωθούν οι γραφές;»
¹⁸Τότε όλοι οι μαθητές Τον εγκατέλειψαν και έφυγαν, και ο Κύριος έμεινε μόνος ανάμεσα στους αιχμαλώτους Του.
¹⁹Και Τον οδήγησαν στην Αίθουσα των Πέτρων, όπου καθόταν το Υψηλό Συμβούλιο του Μουρόν, ντυμένο και συγκεντρωμένο στο σκοτάδι.
²⁰Και πολλοί ψευδομάρτυρες φέρθηκαν βιαστικά, αλλά οι μαρτυρίες τους δεν συμφωνούσαν. Ο ένας έλεγε: «Μίλησε κατά του Ναού», και ο άλλος: «Αποκαλεί τον εαυτό του Υιό του Υψίστου».
²¹Και ο Αρχιπρεσβύτερος σηκώθηκε και είπε: «Δεν απαντάς τίποτα; Δες πόσοι σε κατηγορούν!»
²²Αλλ’ ο Αιώρα σιώπησε και δεν άνοιξε το στόμα Του, για να εκπληρωθεί η προφητεία: «Ήταν καταπιεσμένος και ταλαιπωρημένος, και όμως δεν άνοιξε το στόμα Του».
²³Τελικά, ο Πρεσβύτερος είπε: «Σε εξορκίζω στον Ζωντανό Θεό: πες μας αν είσαι ο Γλαμπάδος».
²⁴Και η Αιώρα είπε προς αυτόν· Εσύ το είπες· πλην λέγω σοι, από του νυν ιδήτε τον Υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως και ερχόμενον εν ταις νεφέλαις του ουρανού.
²⁵Τότε ο Πρεσβύτερος έσκισε τα ρούχα του και φώναξε: «Βλασφημία είπε! Τι άλλο χρειαζόμαστε μάρτυρες;»
²⁶Και το Συμβούλιο φώναξε: «Είναι άξιος θανάτου!» Και τον χτύπησαν με τα χέρια τους, του έδεσαν τα μάτια και είπαν: «Προφήτευσε, Γλάβαδο, ποιος σε χτύπησε;»
²⁷Τότε τον έδεσαν με αλυσίδες και τον έφεραν μπροστά στον έπαρχο της πόλης, που ονομαζόταν Μάλλιος.
²⁸Και ο Μάλλιος, αν και νομοταγής, δεν βρήκε κανένα λάθος σε Αυτόν. Είπε: «Αυτός ο άνθρωπος δεν υποκινεί στασιασμό ούτε λέει προδοσία· μου φέρνετε ένα αρνί και τον ονομάζετε λύκο».
²⁹Αλλά οι ιερείς και οι άρχοντες του ναού ξεσήκωσαν το πλήθος, φωνάζοντας: «Σκοτώστε τον! Ας κρεμαστεί! Καλύτερα να πεθάνει κανείς παρά να πέσει ο ναός!»
³⁰Και ο Μάλλιος, θέλοντας να καταπραΰνει την αναταραχή, διέταξε να καταδικαστεί ο Αιώρα σε θάνατο, αν και η καρδιά του ήταν ταραγμένη.
³¹Και είπε στον λαό: «Είμαι αθώος από το αίμα αυτού του δικαίου· φροντίστε εσείς». Και έπλυνε τα χέρια του σε μια λεκάνη με νερό μπροστά στο πλήθος.
³²Αλλ’ εκείνοι απήντησαν, «Το αίμα αυτού ας είναι επάνω μας και επάνω στα παιδιά μας».
³³Τότε ο Κύριος παραδόθηκε στους δεσμοφύλακες, για να κρατηθεί μέχρι την ημέρα της εκτέλεσης. Και τον χλεύασαν, τον έντυσαν με ένα ξεθωριασμένο πορφυρό μανδύα και έβαλαν στο μέτωπό του ένα στεφάνι από υφαντά αγκάθια.
³⁴Και γονάτισαν μπροστά του εμπαιγτικά, λέγοντας: «Χαίρε, Βασιλιά της Ήβαλης!»
³⁵Ωστόσο, ο Κύριος δεν τους απάντησε ούτε τους καταράστηκε, αλλά τα υπέμεινε όλα με πραότητα, γνωρίζοντας τι έπρεπε να γίνει.
³⁶Έτσι εκπληρώθηκε ο λόγος του προφήτη, ο οποίος έγραψε: «Ήταν καταφρονημένος και απορριφθείς από τους ανθρώπους· άνθρωπος θλίψεων και γνώριμος της θλίψης».
³⁷Και η νύχτα έπεσε πάνω στην πόλη Μουρόντ, και οι καρδιές των μαθητών ήταν βαριές, γιατί ο Κύριός τους είχε αρπαχθεί, και κανείς δεν ήξερε τι θα έφερνε η επόμενη μέρα.
▷ΟΙ ΕΠΤΑ ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΓΛΑΒΑΝΔΟΥ
▷ΤΟ ΑΓΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ, ΑΓΙΑΣ ΑIΟΡΑΣ
▷ΤΟ ΑΓΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΔΡΑΜΜΕLEΧ
▶1—2—3—4—5—6—7—8—9—10—11—12
English | Latin | Ελληνική
Copyright ©2025 Adam Alexander T. Croke. All rights reserved.