ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
¹Και συνέβη ώστε ο Αιώρα Γλαβάδος, ο Χρισμένος του Υψίστου, ταξίδεψε με τους μαθητές Του στην έρημο κοντά στη Θάλασσα της Βερβένια, αναζητώντας μοναξιά και ανάπαυση.
²Αλλά η φήμη των διδασκαλιών και των θαυμάτων Του είχε εξαπλωθεί σε όλη την Ήβαλη, και ένα μεγάλο πλήθος Τον ακολούθησε, παρασυρμένο από την ελπίδα της θεραπείας και τα λόγια της αιώνιας ζωής.
³Και όταν ο Αιώρα είδε το πλήθος, σπλαχνίστηκε, επειδή ήταν σαν πρόβατα χωρίς ποιμένα, πεινασμένα και κουρασμένα από την οδοιπορία τους.
⁴Τότε είπε στους μαθητές Του: «Δώστε τους εσείς να φάνε, για να μην αποκάμουν στο δρόμο».
⁵Αλλ’ εκείνοι του απάντησαν: «Δάσκαλε, εμείς έχουμε μόνο ένα καρβέλι ψωμί, και το πλήθος είναι πολύ».
⁶Και η Αιώρα είπε: «Φέρτε τους εδώ σε μένα».
⁷Και πρόσταξε τον λαό να καθίσει στο χορτάρι κατά ομάδες, και πήρε το ψωμί στο δάσος, και κοιτάζοντας προς τον ουρανό, το ευλόγησε και το έκοψε, και το έδωσε στους μαθητές Του για να το βάλουν μπροστά στον λαό.
⁸Και έφαγαν όλοι και χόρτασαν, και σήκωσαν δώδεκα καλάθια γεμάτα από το περίσσευμα.
⁹Και αυτοί που έφαγαν ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άνδρες, εκτός από γυναίκες και παιδιά.
¹⁰Και οι άνθρωποι θαύμασαν, λέγοντας: «Αληθινά, αυτός είναι ο Προφήτης που πρόκειται να έρθει στον κόσμο».
¹¹Τότε η Αιώρα αναχώρησε μόνος της σε ένα βουνό για να προσευχηθεί, και οι μαθητές του μπήκαν σε ένα πλοίο για να διασχίσουν τη θάλασσα.
¹²Και στην τέταρτη φυλακή της νύχτας, το πλοίο ταλαντευόταν από τα κύματα, γιατί ο άνεμος ήταν αντίθετος.
¹³Και η Αιώρα ήρθε προς αυτούς, περπατώντας πάνω στη θάλασσα.
¹⁴Όταν όμως οι μαθητές τον είδαν να περπατάει πάνω στη θάλασσα προς το πλοίο τους, ταράχτηκαν και είπαν: «Είναι φάντασμα». Και έβγαλαν κραυγές από φόβο.
¹⁵Ευθύς όμως η Αιώρα τους μίλησε, λέγοντας: «Να έχετε θάρρος· εγώ είμαι· μη φοβάστε».
¹⁶Και όταν μπήκε στο πλοίο, κόπασε ο άνεμος, και τον προσκύνησαν λέγοντας: «Αληθώς, εσύ είσαι ο Υιός του Θεού».
¹⁷Και όταν έφτασαν στην άλλη πλευρά, αποβιβάστηκαν στη χώρα της Ορδαλίας.
¹⁸Και όταν οι άνθρωποι του τόπου εκείνου τον γνώρισαν, έστειλαν σε όλη την ολόγυρα περιοχή και έφεραν προς αυτόν όλους τους ασθενείς.
¹⁹και τον παρακάλεσαν να αγγίξουν μόνο το άκρο του ιματίου του, και όσοι άγγιξαν έγιναν εντελώς καλά.
²⁰Τότε ήρθαν σε αυτόν γραμματείς και Φαρισαίοι από το Μουρώντ, λέγοντας: «Γιατί οι μαθητές σου παραβαίνουν την παράδοση των πρεσβυτέρων; Γιατί δεν πλένουν τα χέρια τους όταν τρώνε ψωμί».
²¹Αυτός δέ απεκρίθη καί είπεν αυτοίς· «Γιατί καί υμείς παραβαίνετε τήν εντολήν τού Θεού εκ τής παραδόσεώς σας;»
²²«Υποκριτές, που προσποιείστε ότι δεν είστε αυτό που είστε.»
²³«Μάταια όμως με λατρεύουν, διδάσκοντας διδασκαλίες, εντολές ανθρώπων».
²⁴Και κάλεσε το πλήθος και τους είπε: «Ακούστε και καταλάβετε· όχι αυτό που μπαίνει στο στόμα μολύνει τον άνθρωπο, αλλά αυτό που βγαίνει από το στόμα, αυτό μολύνει τον άνθρωπο».
²⁵Τότε προσήλθαν οι μαθητές του και του είπαν: «Ξέρεις ότι οι Φαρισαίοι σκανδαλίστηκαν όταν άκουσαν αυτόν τον λόγο;»
²⁶Αλλ’ εκείνος απεκρίθη και είπε· «Κάθε φυτεία, την οποίαν ο Ουράνιος Πατέρας μου δεν φύτεψε, θα ξεριζωθεί».
²⁷«Αφήστε τους ήσυχους· είναι τυφλοί οδηγοί τυφλών· και αν τυφλός οδηγεί τυφλό, και οι δύο θα πέσουν στο λάκκο».
²⁸Τότε αποκρίθηκε ένας από τους μαθητές και του είπε: «Εξήγησέ μας αυτή την παραβολή».
²⁹Και η Αιώρα είπε: «Είστε κι εσείς ακόμα χωρίς κατανόηση;»
³⁰«Δεν καταλαβαίνετε ακόμα ότι κάθε τι που μπαίνει από το στόμα, μπαίνει στην κοιλιά και βγαίνει στο αποβολή;»
³¹«Αλλά αυτά που βγαίνουν από το στόμα, βγαίνουν από την καρδιά, και αυτά μολύνουν τον άνθρωπο».
³²«Διότι εκ της καρδίας εξέρχονται πονηροί λογισμοί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες».
³³«Τούτα είναι τα μολυσμένα τον άνθρωπο· το να τρώει όμως με άπλυτα χέρια δεν μολύνει τον άνθρωπο».
³⁴Και η Αιώρα αναχώρησε από εκείθεν και πλησίασε τη θάλασσα, και ανέβηκε στο βουνό, και κάθισε εκεί.
³⁵Και ήρθαν προς αυτόν πολλά πλήθη, έχοντας μαζί τους κουτσούς, τυφλούς, άλαλους, κουλούς και πολλούς άλλους, και τους έριξαν στα πόδια του Αιώρας, και τους θεράπευσε.
³⁶Έτσι εθαύμασεν τό όχλος, βλέποντας αλαλούς νά μιλούν, ακουλούς νά υγιαίνουν, χωλούς νά περπατούν καί τυφλούς νά βλέπουν· καί δοξάζανε τόν Θεόν τού Ιβαλή.
³⁷Τότε ο Αιώρα κάλεσε τους μαθητές του και είπε: «Σπλαχνίζομαι το πλήθος, επειδή τρεις μέρες τώρα μένουν μαζί μου και δεν έχουν τι να φάνε· και δεν θα τους απολύσω νηστικούς, για να μην αποκάμουν στην οδό».
³⁸Και οι μαθητές του λένε σ’ αυτόν: «Από πού θα έχουμε τόσο ψωμί στην έρημο, ώστε να χορτάσουμε τόσο πολύ πλήθος;»
³⁹Και η Αιώρα λέει σ’ αυτούς: Πόσα ψωμιά έχετε; Και εκείνοι είπαν: Επτά και δύο ψάρια.
⁴⁰Και πρόσταξε το πλήθος να καθίσει στη γη.
⁴¹Και λαβών τους επτά άρτους και τα ψάρια, ευχαρίστησε, έκοψε και έδωσε στους μαθητές του, και οι μαθητές στο πλήθος.
⁴²Και έφαγαν όλοι και χόρτασαν· και σήκωσαν από το περίσσεμα των κομματιών επτά γεμάτα καλάθια.
⁴³Και αυτοί που έφαγαν ήταν πέντε χιλιάδες άνδρες, εκτός από γυναίκες και παιδιά.
⁴⁴Και αφού άφησε πίσω του το πλήθος, επιβιβάστηκε στο πλοίο και έφτασε στις ακτές της Ορβόννης.
ΟΙ ΕΠΤΑ ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΓΛΑΒΑΝΔΟΥ
    ▷ΤΟ ΑΓΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ, ΑΓΙΑΣ ΑIΟΡΑΣ
        ▷ΤΟ ΑΓΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΔΡΑΜΜΕLEΧ
            ▶123456—7—89101112
English | Latin | Ελληνική
Copyright ©2025 Adam Alexander T. Croke. All rights reserved.