ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
¹Και όταν ξημέρωσε, οι στρατιώτες του κυβερνήτη ετοίμασαν το πλοίο που θα έπλεε προς τη Γολγοράνδη, εκείνον τον καταραμένο και μολυσμένο από τον άνεμο τόπο, που είχε οριστεί για θάνατο και ντροπή.
²Και έβγαλαν τον Αιώρα από τη φυλακή όπου είχε περάσει τη νύχτα, με το πρόσωπό Του μωλωπισμένο, τα ρούχα Του σκισμένα, αλλά το πρόσωπό Του γαλήνιο σαν κάποιον που βλέπει τους Ουρανούς ανοιχτούς μπροστά Του.
³Και όταν οι μαθητές Του άκουσαν ότι επρόκειτο να τον μεταφέρουν, τον ακολούθησαν από μακριά, μέχρι τις ακτές του λιμανιού, με τις καρδιές τους να διαπερνούν τη θλίψη και τον τρόμο.
⁴Και ανάμεσά τους ήταν ο Ουλτίμα, τον οποίο η Αιώρα είχε επιλέξει να φέρει την ευθύνη της Εκκλησίας Του, και ο Ζαλέρα, που δεν έκλαιγε με τα μάτια του αλλά θρηνούσε με τη σιωπή της ψυχής του.
⁵Και έφεραν την Αιώρα στο πλοίο, και η θάλασσα ταράχτηκε και σηκώθηκε μια πυκνή ομίχλη, σαν όλα τα στοιχεία της φύσης να θρηνούσαν την τύχη των Γλαμπάδος.
⁶Και να, ακόμη και ο καπετάνιος του πλοίου θαύμασε, γιατί όταν η Αιώρα πάτησε το πόδι της στο κατάστρωμα, οι άνεμοι κόπασαν και τα κύματα ηρέμησαν σαν γυαλί.
⁷Και οι στρατιώτες που τον φύλαγαν ψιθύριζαν μεταξύ τους, λέγοντας: «Σίγουρα αυτός ο άνθρωπος δεν είναι σαν τους άλλους, γιατί ο Ήβαλης και η θάλασσα τον σέβονται».
⁸Κι όμως, κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει δυνατά, από φόβο των ιερέων που είχαν διατάξει τον θάνατό Του.
⁹Και μετά από μια μέρα και μια νύχτα πάνω στη θάλασσα, έφτασαν στα άχαρα ακρωτήρια του Γολγοράνδου, όπου δεν φυτρώνει χορτάρι και ο άνεμος ουρλιάζει πάντα σαν θρήνος.
¹⁰Και εκεί, πάνω στον ψηλό τόπο, είχε στηθεί η αγχόνη, και οι πέτρες είχαν φθαρεί από το αίμα πολλών.
¹¹Και η Αιώρα το κοίταξε και δεν σαλεύτηκε, γιατί γνώριζε αυτή την ώρα από την αρχή.
¹²Και το πλήθος που τους ακολούθησε από ξηράς και θάλασσας συγκεντρώθηκε στην ακτή και στις πλαγιές, και οι λόφοι γέμισαν από αυτούς.
¹³Και φώναξαν με πολλές φωνές: «Γκλάμπαντος! Γκλάμπαντος! Γυρίστε πίσω από αυτή την καταστροφή!»
¹⁴Και άλλοι έκλαιγαν σιωπηλά, γιατί καταλάβαιναν ότι ο Υιός του Θεού έπρεπε οπωσδήποτε να υποφέρει και να υψωθεί, όπως ακριβώς είχαν προείπει οι προφήτες στις αρχαίες ημέρες.
¹⁵Και η Αιώρα στράφηκε στους δώδεκα, που βγήκαν από την κρυψώνα τους, και τους μίλησε λέγοντας:
¹⁶«Μη ταράσσεστε, μηδέ ας φοβάται η καρδιά σας· αυτή την ώρα είναι το ποτήριο που μου έδωσε ο Πατέρας μου να πιω, και δεν θα το αρνηθώ».
¹⁷Τότε είπε στον Ούλτιμα: «Εσύ είσαι ο στύλος πάνω στον οποίο θα χτίσω την Εκκλησία μου, και οι πύλες της αβύσσου δεν θα υπερισχύσουν εναντίον της».
¹⁸«Σε σένα δίνω την Εξουσία, και τον Λόγο, και τα Κλειδιά της Βασιλείας. Ό,τι δέσεις στον Ήβαλη, θα είναι δεμένο στον Ουρανό, και ό,τι λύσεις, θα είναι επίσης λυμένο.»
¹⁹Και τους κάλεσε τον καθένα ονομαστικά και τους ανέθεσε να διαδώσουν τις διδασκαλίες του Κυρίου σε κάθε έθνος, φυλή και γλώσσα.
²⁰«Κηρύξτε μετάνοια και δικαιοσύνη», είπε, «και κραυγάστε δυνατά την έλευση του Παραδείσου. Διότι η Βασιλεία επλησίασε.»
²¹«Και όταν σε χλευάσουν και σε διώξουν εξαιτίας του ονόματός μου, χαίρε και αγαλλίασε, γιατί μεγάλη είναι η ανταμοιβή σου στους ουρανούς».
²²Και αφού είπε αυτά, στράφηκε στους δήμιους και παρέδωσε τον εαυτό Του χωρίς αντίσταση, όπως το αρνί μπροστά στους κουρείς είναι άφωνο.
²³Και τον οδήγησαν στην αγχόνη, και τον έγδυσαν από τα ρούχα του, και έδεσαν ένα σχοινί γύρω από τον λαιμό του.
²⁴Και ένας από τους εκατόνταρχους, που ονομαζόταν Άγρος, κοίταξε την Αιώρα και τρέμοντας είπε: «Αυτός ο άνθρωπος δεν έχει καμία ενοχή· γιατί καταδικάζεται έτσι;»
²⁵Αλλά οι ιερείς, που είχαν φτάσει σε ένα δικό τους πλοίο, δεν του απάντησαν παρά μόνο με σκυθρωπά βλέμματα.
²⁶Τότε μίλησε δυνατά ο Αιώρα, και η φωνή Του ήταν καθαρή και έφτασε μακριά, ακόμη και στις άκρες του πλήθους:
²⁷«Πάτερ, εις τας χείρας σου παραδίδω το πνεύμα μου· συγχώρεσέ τους· δεν εξεύρουν τι πράττουν».
²⁸Και οι στρατιώτες τον σήκωσαν πάνω στο Δέντρο και έδεσαν το σχοινί, και η πνοή της ζωής βγήκε από αυτόν.
²⁹Και οι ουρανοί σκοτείνιασαν, αν και ήταν ακόμα μεσημέρι, και μια μεγάλη κραυγή υψώθηκε από το πλήθος, και ο Ήβαλης έτρεμε και σκίστηκε σε μέρη.
³⁰Και το καταπέτασμα του ναού στο Μούροντ σχίστηκε στα δύο και οι λυχνίες του βωμού έσβησαν.
³¹Και ακόμη και οι ιερείς φοβήθηκαν πολύ, γιατί δεν ήξεραν τι είχαν κάνει.
³²Και ο Φαρισαίος Αγρός έπεσε στα γόνατά του, λέγοντας: «Αληθινά, αυτός ήταν ο Υιός του Θεού».
³³Τότε κατέβηκε το σώμα του Αιώρα και τυλίχτηκε σε λινό ύφασμα από τα χέρια των μαθητών του.
³⁴Και τον μετέφεραν με μεγάλο κλάμα σε έναν τάφο λαξευμένο σε πέτρα, μια λεύγα από τον Γολγοράνδο, σε μια κοιλάδα όπου δεν κατοικούσε άνθρωπος.
³⁵Και σφράγισαν τον τάφο με μια μεγάλη πέτρα και τοποθέτησαν εκεί μια φρουρά στρατιωτών με εντολή των ιερέων, για να μην τον κλέψουν οι μαθητές Του.
³⁶Αλλά οι μαθητές επέστρεψαν στο Μιούροντ, θλιμμένοι και έρημοι, και κλείστηκαν σε ένα ανώγειο.
³⁷Και οι γυναίκες που είχαν υπηρετήσει την Αιώρα στάθηκαν χωριστά και θρήνησαν, και όλη η γη σιώπησε σαν κάποιος που έχασε το πρωτότοκό της.
³⁸Ωστόσο, ακόμη και μέσα στη λύπη τους θυμήθηκαν τα λόγια Του, ότι ο Υιός του Θεού έπρεπε να παραδοθεί στα χέρια των ανθρώπων και την τρίτη ημέρα να αναστηθεί.
³⁹Και περίμεναν, σιωπηλοί και με φόβο, μη γνωρίζοντας τι είχε σχεδιάσει ο Κύριος.
⁴⁰Δοξασμένο το όνομα του Κυρίου, που βγάζει φως από το σκοτάδι και ζωή από τον τάφο.
⁴¹Διότι αν και ο Υιός του Θεού κρεμάστηκε και πέθανε, ο θάνατος όμως δεν θα κυριαρχήσει πάνω Του.
⁴²Ας λυγίσει κάθε γόνατο και ας ομολογήσει κάθε γλώσσα ότι η Αιώρα Γλάβαδος είναι ο Κύριος, προς δόξα του Υψίστου Θεού.
⁴³Και ας θυμούνται όλοι οι πιστοί τα παθήματά Του και ας ενδυναμώνονται από αυτά.
⁴⁴Διότι διά των πληγών Του θεραπευθήκαμε και διά του θανάτου Του ανοίγεται ο δρόμος προς τον Παράδεισο.
⁴⁵Αμήν.
▷ΟΙ ΕΠΤΑ ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΓΛΑΒΑΝΔΟΥ
▷ΤΟ ΑΓΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ, ΑΓΙΑΣ ΑIΟΡΑΣ
▷ΤΟ ΑΓΙΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΑΤΑ ΤOΝ ΑΓΙΑ ΖΑΛΕΡΑ
▶1—2—3—4—5—6—7—8—9—10—11
English | Latin | Ελληνική
Copyright ©2025 Adam Alexander T. Croke. All rights reserved.