ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
¹Και ο Κύριος κάθισε επάνω στον κύκλο των ουρανών, και κοίταξε τον Ήβαλη, και η λύπη της καρδιάς του ήταν μεγάλη.
²Και ο Κύριος είπε: «Ω, λαέ μου, τι κάνατε; Τι κάνατε με τα δώρα που έδωσα στους πατέρες σας;»
³«Έξεχα γνώση σαν νερό, και ήπιατε, και μεθύσατε από υπερηφάνεια. Έδωσα δύναμη σαν φωτιά, και την αρπάξατε για να καταναλώσετε τους αδελφούς σας. Έδωσα σοφία σαν δροσιά της αυγής, και την απορρίψατε όπως πετάει κανείς σκόνη από τα πόδια του.»
⁴«Πού είναι τώρα η πραότητα των σοφών; Πού είναι η δικαιοσύνη των ισχυρών; Πού είναι ο σεβασμός των μορφωμένων;»
⁵«Βλέπω πόλεις χτισμένες πάνω στις πλάτες σκλάβων, και ναούς χτισμένους στο όνομά Μου, όπου δεν είμαι γνωστός. Ακούω τις φωνές των κόλακων στις αυλές των βασιλιάδων, και τις κραυγές των φτωχών στους δρόμους, αλλά κανείς δεν τους ακούει.»
⁶«Ο γραμματέας έγινε χλευαστής· ο στρατιώτης τύραννος· ο σοφός ψεύτης. Ακόμα και ο ιερέας επιδιώκει κέρδος και όχι χάρη.»
⁷«Για τούτο σε έπλασα από χώμα; Για τούτο φύσηξα στα ρουθούνια σου την πνοή της ζωής;»
⁸«Όταν ήσουν ακόμα παιδί, περπατούσα μαζί σου στο δροσιά της ημέρας. Σε έντυσα με δικαιοσύνη και σε στεφάνισα με έλεος. Σε ονόμασα «ευχαρίστηση Μου».»
⁹«Αλλά εσύ στράφηκες μακριά, και η καρδιά σου έγινε πέτρα. Έπλασες θεούς από τα ίδια σου τα χέρια και τους λάτρεψες. Υψώσατε τις ψυχές σας σε ματαιότητα.»
¹⁰Και έκλαψε ο Κύριος, επειδή μεγάλη είναι η ευσπλαχνία Του.
¹¹Και είπε: «Μακάρι να είχες ακούσει τη φωνή μου! Τότε η ειρήνη θα ήταν σε σένα σαν ποτάμι, και η δικαιοσύνη σαν τα κύματα της θάλασσας».
¹²«Τώρα όμως έγινες ερήμωση στα μάτια μου, αμπελώνας κατάφυτος από αγκάθια, πηγάδι του οποίου τα νερά είναι πικρά.»
¹³«Αλλά ούτε τώρα η χειρ μου έχει βραχύνει, ώστε να μην μπορεί να σώσει· ούτε το αυτί μου έχει βαρύνει, ώστε να μην μπορεί να ακούσει».
¹⁴«Επιστρέψτε σε μένα, ω παιδιά των ανθρώπων. Ακόμα και αν η αμαρτία σας είναι κατακόκκινη, θα την κάνω λευκή σαν το χιόνι. Ακόμα και αν έπεσες πολύ, θα σε σηκώσω.»
¹⁵«Αλλά δεν θέλησατε. Σκληρύνατε τον τράχηλό σας, και τα μάτια σας είναι γεμάτα αίματα. Γι’ αυτό θα ακολουθήσετε τον δικό σας δρόμο μέχρι τον ορισμένο καιρό.»
¹⁶Και ο Κύριος σιώπησε, και οι Ουρανοί ησύχασαν. Ο Ήβαλης στέναξε κάτω από το βάρος της παράβασης, και τα αστέρια σταμάτησαν το τραγούδι τους.
¹⁷Κι όμως, μέσα στη θλίψη, ο Κύριος θυμήθηκε το έλεος. Δεν μίλησε πια, αλλά το θυμήθηκε.
¹⁸Και περίμενε. Έτσι ήταν η τρίτη μέρα της θλίψης.
▷ΟΙ ΕΠΤΑ ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΓΛΑΒΑΝΔΟΥ
▷Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
▷Ο ΙΕΡΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΤΗΣ ΔΙΧΑΣΙΑΣ
▶1—2—3—4
English | Latin | Ελληνική
Copyright ©2025 Adam Alexander T. Croke. All rights reserved.