ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
¹Και συνέβη στις έσχατες ημέρες, όταν ο Ήβαλης ήταν γεμάτος θλίψη και οι καρδιές των ανθρώπων ψυχράνθηκαν, ότι ο Κύριος κοίταξε κάτω από την άγια κατοικία Του πάνω στα παιδιά των ανθρώπων.
²Ιδού, τα έθνη σαστίστηκαν, και οι λαοί μάλωναν μεταξύ τους. Μάλιστα, οι κραυγές των αθώων ανέβηκαν σαν θυμίαμα μπροστά στον θρόνο του Θεού.
³Τότε είπε ο Κύριος: «Ιδού, θα αναστήσω έναν δούλο για τον εαυτό μου, για να διακηρύξει τον λόγο μου και να προετοιμάσει την οδό της σωτηρίας».
⁴Εκείνες τις μέρες υπήρχε ένας άνθρωπος, που ονομαζόταν Φαράς, βοσκό προβάτων, και κατοικούσε στην ορεινή περιοχή, μακριά από τον θόρυβο της πόλης και τη διαφθορά της.
⁵Και ο Φαραάς ήταν άνθρωπος ευθύς και πράος, φοβούμενος τον Κύριο από τη νεότητά του, και περπατώντας σε δρόμους δικαιοσύνης, αν και δεν ήξερε πού οδηγούνταν τα βήματά του.
⁶Και συνέβη, μια συγκεκριμένη νύχτα, όταν τα αστέρια έλαμπαν έντονα στο στερέωμα και ο Ήβαλης ήταν ακίνητος, ένα μεγάλο φως εμφανίστηκε μπροστά στον Φαραώ καθώς φρουρούσε το ποίμνιό του.
⁷Και η δόξα του Κυρίου τον περικύκλωσε, και έπεσε με το πρόσωπο πάνω στο κεφάλι του, επειδή ήταν πολύ φοβισμένος.
⁸Και μια φωνή ακούστηκε από το μέσο του φωτός, λέγοντας: «Φαρα, γιε της σκόνης, σήκω, γιατί σε έχω διαλέξει».
⁹Και ο Φαραώ απάντησε και είπε: «Ποιος είσαι, Κύριε, που μιλάς στον δούλο σου με τέτοια δόξα και μεγαλοπρέπεια;»
¹⁰Τότε ο Κύριος είπε: «Εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου. Εγώ είμαι αυτός που ήταν, που είναι και που πρόκειται να έρθει. Ιδού, σε κάλεσα να είσαι προφήτης στα έθνη».
¹¹«Γιατί πλησιάζει ο καιρός, μάλιστα πλησιάζει, όταν θα αποστείλω τον μονογενή μου Υιό στον κόσμο, και θα τον σώσει από το πλήθος των παραβάσεων του και από το μεγάλο χάος που τον καταβροχθίζει».
¹²«Θα είναι σαν φως στο πυκνό σκοτάδι, και σαν μάχαιρα που χωρίζει την αλήθεια από το ψεύδος. Και θα μιλήσει, και οι άνεμοι θα υπακούσουν· θα υψώσει τους ταπεινούς και θα ταπεινώσει τους υπερήφανους.»
¹³«Και συ, Φαραώ, θέλεις υπάγει ενώπιον του προσώπου αυτού, και θέλεις ετοιμάσει την οδόν του Κυρίου.»
¹⁴Τότε ο Φαρά είπε τρέμοντας: «Κύριέ μου, ποιος είμαι εγώ για να μιλήσω στο όνομά Σου; Διότι δεν είμαι παρά ένας ποιμένας και ένας άνθρωπος άγνωστος».
¹⁵Αλλ’ ο Κύριος απήντησεν εις αυτόν· Μη ειπής· εγώ ποιμήν είμαι· διότι σε εξέλεξα· ιδού, θέλω θέσει τα λόγια μου εις το στόμα σου, και θέλεις λαλήσει, και ο Ήβαλης θέλει ακούσει.
¹⁶«Μη φοβάσαι ούτε να δειλιάζεις, γιατί εγώ είμαι μαζί σου. Ό,τι σε προστάζω, αυτό θα διακηρύξεις· και ό,τι σου αποκαλύψω, αυτό θα γνωστοποιήσεις.»
¹⁷«Πες στον λαό: «Ο Σωτήρας έρχεται. Αυτός που είναι ο Λυτρωτής πλησιάζει. Επιστρέψτε, λοιπόν, από την ανομία σας και ετοιμάστε την οδό του Κυρίου».»
¹⁸Τότε ο Φαραώ έσκυψε το κεφάλι του και είπε: «Ας γίνει σε μένα σύμφωνα με τον λόγο σου, Κύριε. Ιδού, εγώ είμαι δούλος σου».
¹⁹Και το φως έφυγε, και η φωνή δεν ακουγόταν πια. Αλλά το πνεύμα του Κυρίου παρέμεινε πάνω στον Φαραώ, και μια μεγάλη φωτιά άναψε στην ψυχή του.
²⁰Και σηκώθηκε νωρίς το πρωί, και παρέδωσε τα πρόβατά του στη φροντίδα του συγγενή του, και δέθηκε ζωσμένος, και πήγε όπου τον οδηγούσε ο Κύριος.
²¹Και καθώς ταξίδευε, δεν μιλούσε σε κανέναν, αλλά συλλογιζόταν το όραμα που είχε δει και τον λόγο που είχε ακούσει.
²²Και ο Κύριος περπάτησε μαζί του σιωπηλά, και ενίσχυσε την καρδιά του.
²³Τότε ο Κύριος του είπε στην ησυχία της κοιλάδας: «Φαρα, δούλε μου, σε έχρισα. Θα είσαι σαν φωνή που φωνάζει στην έρημο. Και πολλοί δεν θα ακούσουν, όμως μερικοί θα επιστρέψουν και θα σωθούν».
²⁴«Μίλα λοιπόν με τόλμη. Ας μην λιποθυμήσει η καρδιά σου από φόβο βασιλιάδων ούτε από οργή ισχυρών. Διότι εγώ, ο Κύριος, θα είμαι ο υπερασπιστής σου και η ασπίδα σου.»
²⁵Έτσι, ο Φαραώ ήρθε στα χωριά και στις πόλεις, και ύψωσε τη φωνή του και φώναξε δυνατά στους δρόμους, λέγοντας: «Ακούστε, έθνη! Ο Σωτήρας του κόσμου έρχεται. Ο Υιός του Υψίστου θα εμφανιστεί, και θα λυτρώσει τον λαό Του».
²⁶«Θα σώσει την Ήβαλη από τη θλίψη της και θα καταπραΰνει την θύελλα της ανομίας. Θα συνάξει τους διασκορπισμένους και θα ισιώσει τους δρόμους των δικαίων.»
²⁷Και πολλοί τον περιέπαιζαν, λέγοντας: «Ποιος είναι αυτός που λέει τέτοια πράγματα; Δεν είναι τρελός;»
²⁸Άλλοι όμως έσφιγγαν την καρδιά τους και έλεγαν ο ένας στον άλλον: «Ίσως αυτός να είναι ο προφήτης για τον οποίο μίλησαν οι πατέρες».
²⁹Και ο Φαραώ είπε προς αυτούς· Δεν είμαι εγώ ο ερχόμενος, αλλά δούλος απεσταλμένος πριν από το πρόσωπό του· εγώ ετοιμάζω την οδό για τον Άγιο.
³⁰«Ετοιμαστείτε, γιατί η ημέρα πλησιάζει. Ας ισιώσουν τα στραβά και τα τραχιά μέρη ας γίνουν καθαρά. Ας καθαριστεί κάθε καρδιά και ας ταπεινωθεί κάθε ψυχή ενώπιον του Βασιλιά της Δόξας.»
³¹Και περιφερόταν από πόλη σε πόλη, από την ορεινή περιοχή μέχρι την ακτή, διακηρύττοντας τον λόγο του Κυρίου με παρρησία και δάκρυα.
³²Και παρόλο που πολλοί γύρισαν τα πρόσωπά τους, ο λόγος άρχισε να ριζώνει σε μερικούς, και προκλήθηκε αναστάτωση ανάμεσα στους ταπεινούς και σε εκείνους που θρηνούσαν για την κατάσταση του κόσμου.
³³Τότε ο Κύριος ήρθε στον Φαραώ τη νύχτα, λέγοντας: «Εύγε, πιστέ δούλε, γιατί υπάκουσες στη φωνή μου και δεν γύρισες πίσω».
³⁴«Αλλά να ξέρεις τούτο: Θα έρθει η μέρα που θα σε πιάσουν και θα μαρτυρήσεις μέχρι θανάτου».
³⁵Και ο Φαραώ απάντησε: «Γενηθήτω το θέλημά Σου, Κύριε. Διότι καλύτερη είναι μία ημέρα στις αυλές Σου παρά χίλιες αλλού. Ακόμα και αν πεθάνω, θα διακηρύξω την αλήθεια Σου μέχρι τέλους».
³⁶Και ο Κύριος ευαρεστήθηκε πολύ, και το Πνεύμα Του δεν απομακρύνθηκε από τον Φαραώ, αλλά έμεινε μαζί του όλες τις ημέρες της μαρτυρίας Του.
▷ΟΙ ΕΠΤΑ ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΓΛΑΒΑΝΔΟΥ
▷ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ
▷Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
▶1—2—3—4
English | Latin | Ελληνική
Copyright ©2025 Adam Alexander T. Croke. All rights reserved.